- χρυσάσπιδες
- χρῡσάσπιδες , χρύσασπιςwith shield of gold: masc /fem nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
χρυσάσπιδες — χρῡσάσπιδες , χρύσασπις with shield of gold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρύσασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες σώμα ασπιδοφόρων τού μακεδονικού στρατού αρχ. οπλισμένος με χρυσή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ασπίς (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. χάλκ ασπις] … Dictionary of Greek